- ντούρος
- -α, -ο(λ. ιταλ.), ίσιος, στερεός, όρθιος, στητός: Ο γέρος στέκεται ντούρος ακόμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ντούρος — α, ο 1. σκληρός, γερός 2. ευθύγραμμος, ίσιος, αυτός που δεν λυγίζει εύκολα, αλύγιστος, άκαμπτος 3. (για πρόσ.) α) ευθυτενής, στητός («ντούρα κορμοστασιά», Βάρναλης) β) μτφ. ανυποχώρητος, αταλάντευτος στις αρχές ή στις αποφάσεις του 4. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
δούρος — η, ο ντούρος, ίσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. duro «σκληρός»] … Dictionary of Greek
στητός — ή, ό, Ν [στήνω] 1. όρθιος και ακίνητος, ευθυτενής, ντούρος 2. (για στήθος ή θώρακα) προτεταμένος, σφριγηλός 3. μτφ. καμαρωτός 4. το ουδ. ως ουσ. το στητό και στηστό είδος παιχνιδιού. επίρρ... στητά κατά τρόπο στητό … Dictionary of Greek
ολόρθος — ολόρθος, η, ο και ολόρτος, η, ο ο τέλεια όρθιος, ευθυτενής, στητός, στυλωμένος, ίσιος, άκαμπτος, ντούρος: Στη ζωή στάθηκε πάντα ολόρθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)